οὔλια

οὔλια
οὔλιος
baleful
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οὐλία — οὐλίᾱ , οὔλιος baleful fem nom/voc/acc dual οὐλίᾱ , οὔλιος baleful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλίᾳ — οὐλίᾱͅ , οὔλιος baleful fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὐλία — οὐλίᾱ , οὔλιος baleful fem nom/voc/acc dual οὐλίᾱ , οὔλιος baleful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλίας — οὐλίᾱς , οὔλιος baleful fem acc pl οὐλίᾱς , οὔλιος baleful fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλίαν — οὐλίᾱν , οὔλιος baleful fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιαουλιάς — (Μ κιαουλιάς) επίρρ. 1. έστω και λίγο, τουλάχιστον 2. (με άρνηση) τίποτε, καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιάς* + (γ)ουλιά] …   Dictionary of Greek

  • ούλιος — (I) οὔλιος, ία, ον (Α) 1. ολέθριος, θανατηφόρος («οὔλιος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριον όν.) Ούλιος και Όλιος, Οὐλία και Ὀλία προσωνυμία τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος». Το επίθ. αποδόθηκε… …   Dictionary of Greek

  • παπούλια — και παπούδια, τα 1. είδος οσπρίου 2. φαγητό από όσπρια βρασμένα και στραγγισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πάππος «το χνούδι στο άκρο ορισμένων σπερμάτων» + υποκορ. κατάλ. ούλια / ούδια] …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”